- κατεργασμένου
- κατεργάζομαιeffect by labourperf part mp masc/neut gen sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθμοσωλήνες — Βασικά στοιχεία του φλοιώματος των ανώτερων φυτών, απ’ όπου γίνεται η κυκλοφορία κυρίως του κατεργασμένου χυμού των φυτών. Οιη. αποτελούνται από πολλά μακριά ζωντανά κύτταρα που έχουν λεπτά τοιχώματα, τα οποία δεν είναι αποξυλωμένα. Τα κύτταρα… … Dictionary of Greek
καπνοπρατήριο — το πρατήριο χονδρικής πώλησης τσιγάρων, πούρων και κατεργασμένου καπνού … Dictionary of Greek
καπνοπωλείο — το κατάστημα ή πρατήριο πώλησης κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. καπνοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καπνοπώλης — ὁ, θηλ. καπνοπώλις και καπνοπώλισσα ο πωλητής κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… … Dictionary of Greek
ξύλωμα — το (Α ξύλωμα) [ξυλώ] νεοελλ. τμήμα τού αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός ο οποίος μεταφέρει νερό και ανόργανα άλατα εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη τού φυτού και παρέχει μηχανική υποστήριξη στον φυτικό οργανισμό αρχ.… … Dictionary of Greek
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
σαγρέ — το, και σαγρές, ο, Ν 1. είδος κατεργασμένου δέρματος από δορά ίππου ή όνου το οποίο είναι εύκαμπτο και αδιάβροχο και έχει επιφάνεια κοκκώδη 2. κοκκώδης επιφάνεια επιχρίσματος οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahre «βράχος»] … Dictionary of Greek
σουέτ — και σουέντ, το, Ν άκλ. 1. είδος κατεργασμένου δέρματος πολυτελείας τού οποίου η εσωτερική πλευρά τοποθετείται ως εξωτερική στα κατασκευαζόμενη είδη 2. ως επίθ. κατασκευασμένος από σουέτ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek